- κτενώδης
- κτενώδης, -ῶδες (Α)όμοιος με χτένι, κτενοειδής.[ΕΤΥΜΟΛ. < κτείς, κτενός + κατάλ. -ώδης (πρβλ. κτην-ώδης, μυ-ώδης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κτενῶδες — κτενώδης masc/fem voc sg κτενώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτενώδεα — κτενώδης neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κτενώδης masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτεις — ο (AM κτείς, ενός) θαλάσσιο οστρακόδερμο, το χτένι («ἂν δ οἷον οἱ κτένες κρεῶδες ἔχωσι τὸ πρὸς τῷ μυκτῆρι», Αριστοτ.) αρχ. 1. όργανο με το οποίο διευθετούνται, ευτρεπίζονται τα μαλλιά, χτένι 2. εξάρτημα τού αργαλειού από το οποίο διέρχονται οι… … Dictionary of Greek